- λεύκασμα
- το (Μ λεύκασμα) [λευκαίνω]λεύκανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκασμός — ο (Α λευκασμός) [λευκαίνω] λεύκανση, λεύκασμα … Dictionary of Greek
λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek